- πλημ(μ)υρώ
- (ε), πλημ(μ)υραω см. πλημ(μ)υρίζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταπλημμυρίζω — και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ έω) (επιτ. τ. τού πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο») νεοελλ. μτφ. 1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
πλημμυρόντως — και πλημυρόντως Μ επίρρ. άφθονα, με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημ(μ)ύρων, οντος, μτχ. τού ρ. πλημ(μ)ύρω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek